συνδαυλίζω

συνδαυλίζω
μετ.
1) ворошить (огонь), мешать дрова, угли; 2) перен. разжигать; раздувать; возбуждать; обострять;

συνδαυλίζω τα πάθη — разжигать страсти;

συνδαυλίζω τό μίσος — разжигать вражду


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συνδαυλίζω" в других словарях:

  • συνδαυλίζω — και συδαυλίζω και συνταυλίζω Ν 1. ανασκαλεύω, ανακατεύω τη φωτιά για να δυναμώσει, συμπώ 2. μτφ. (για ψυχικά πάθη) ανακινώ, αναμοχλεύω, παροξύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δαυλίζω «βάζω ξύλα στη φωτιά, ανασκαλεύω τη φωτιά»] …   Dictionary of Greek

  • συνδαύλιση — η, Ν 1. η ενέργεια τού συνδαυλίζω, ανασκάλισμα τής φωτιάς προκειμένου να αναζωπυρωθεί 2. μτφ. αναμόχλευση, αναζωπύρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνδαυλίζω. Η λ., στον λόγιο τ. συνδαύλισις, μαρτυρείται από το 1857 στον Σ. Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • αναπιάνω — και ανεπιάνω 1. πιάνω, κρατώ, παίρνω κάτι επάνω μου ή στα χέρια μου 2. βοηθώ 3. ξαναζυμώνω το προζύμι προσθέτοντας αλεύρι και νερό 4. αρχίζω κάποιο έργο 5. ράβω, επιδιορθώνω, μπαλώνω 6. (για τη φωτιά) αναζωπυρώνω, αναδεύω, συνδαυλίζω 7.… …   Dictionary of Greek

  • δαυλιάζω — 1. μετακινώ τα δαυλιά για να αναζωπυρωθεί η φωτιά, συνδαυλίζω 2. καίω, μετατρέπω σε δαυλό («φωτιά να σε δαυλιάσει») …   Dictionary of Greek

  • συδαυλίζω — Ν βλ. συνδαυλίζω …   Dictionary of Greek

  • συμπάλλω — και συμπέλλω Ν συμπαίνω, συνδαυλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πάλλω «κινώ, σείω»] …   Dictionary of Greek

  • συμπάω — και συμπώ Ν 1. συνδαυλίζω τη φωτιά 2. μτφ. υποβοηθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. τ. που, κατά μία άποψη, αντιστοιχεί με το ρ. τσιμπάω, ενώ κατ άλλους < *συμπάζω (< συμπαγής < πήγνυμι)] …   Dictionary of Greek

  • συμπαίνω — Ν ανακινώ τα αναμμένα δαυλιά για να δυναμώσει η φωτιά, συνδαυλίζω, συμπάω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μπαίνω] …   Dictionary of Greek

  • συνδαυλισμός — ο, Ν [συνδαυλίζω] συνδαύλιση …   Dictionary of Greek

  • συνδαυλιστήριο — το, Ν όργανο με το οποίο γίνεται συνδαύλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνδαυλίζω + επίθημα τήριο (πρβλ. σκαλισ τήρι[ο])] …   Dictionary of Greek

  • συνδαυλιστής — ο, Ν [συνδαυλίζω] 1. αυτός που ανασκαλεύει τη φωτιά για να δυναμώσει 2. μτφ. αυτός που αναμοχλεύει παλιά ή και ξεχασμένα πάθη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»